- μπαστούνα
- η1) большая палка; 2) укрытие, защищённое место
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπαστούνα — η 1. μεγάλο μπαστούνι 2. κάθε μέρος πίσω από το οποίο μπορεί να κρυφθεί ή να οχυρωθεί κανείς, προκάλυμμα … Dictionary of Greek